- ηθογραφώ
- (AM ἠθογραφῶ, -έω) [ηθογράφος]ασχολούμαι με την ηθογραφία, περιγράφω, απεικονίζω με τον γραπτό λόγο ήθη, χαρακτήρες προσώπων ή ομάδωναρχ.απεικονίζω σε ζωγραφικό πίνακα το ήθος, τον χαρακτήρα ή την έκφραση κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.