ηθογραφώ

ηθογραφώ
(AM ἠθογραφῶ, -έω) [ηθογράφος]
ασχολούμαι με την ηθογραφία, περιγράφω, απεικονίζω με τον γραπτό λόγο ήθη, χαρακτήρες προσώπων ή ομάδων
αρχ.
απεικονίζω σε ζωγραφικό πίνακα το ήθος, τον χαρακτήρα ή την έκφραση κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ηθογραφώ — ασχολούμαι με την ηθογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηθογράφημα — το [ηθογραφώ] λογοτεχνικό κυρίως ή, κατ επέκτ., και καλλιτεχνικό έργο που περιγράφει ήθη, έθιμα και χαρακτήρες προσώπων ή απεικονίζει σκηνές τού καθημερινού βίου ενός ατόμου ή λαού σε ορισμένο τόπο και εποχή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”